Skip to content

Προοπτικές αξιολόγησης και αξιοποίησης των Ελληνικών νησιών…(του Αριστοτέλη Αλεξόπουλου)

  1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η Ελλάδα λόγω της ιδιαίτερης γεωμορφολογικής φύσης της εμφανίζεται να έχει ένα πολύ μεγάλο αριθμό νησιών, νησίδων, βραχονησίδων (άνω των 9.800), το μεγαλύτερο μέρος των οποίων είναι ακατοίκητα[1]. Επίσης, ένας σημαντικός αριθμός αυτών είναι ανώνυμα. Ο ακριβής αριθμός των νησιωτικών αυτών εκτάσεων είναι πολύ δύσκολο να προσδιοριστεί. Παλαιότερες εκτιμήσεις υπολόγιζαν τον αριθμό των ελληνικών νησιών σε περίπου 3.000, ενώ νεώτερες εκτιμήσεις φέρνουν τον αριθμό τους σε περίπου 9.800 (περιλαμβάνοντας και τους βράχους) με συνολική έκταση 25.019 χμ2. Από τα νησιά αυτά, μόνο τα μεγαλύτερα, λίγο περισσότερα από 100, τα οποία και αποτελούν ένα πολύ μικρό μέρος επί του συνόλου, κατοικούνται. Τα υπόλοιπα νησιά παραμένουν ακατοίκητα και ελάχιστα από αυτά απότελούν πεδίο οικονομικής δραστηριότητας.

Βάση των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας, η δυνατότητα διαβίωσης ή εναλλακτικά η ύπαρξη οικονομικής δραστηριότητας αποτελούν βασικό κριτήριο για την κατάταξη μίας νησιωτικής έκτασης στην κατηγορία των νησιών (που έχουν όλα τα κυριαρχικά και οικονομικά δικαιώματα των χερσαίων εδαφών) ή των βράχων (που έχουν μόνο αιγιαλίτιδα ζώνη και στερούνται υφαλοκρηπίδας και Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης). Ειδικά στην περίπτωση της Ελλάδας, όπου η μη ενεργή άσκηση δικαιωμάτων, φαίνεται να δημιουργεί αξιώσεις από την πλευρά της Τουρκίας, είναι απαραίτητη η ανάδειξη της σημασίας τους, η ανάπτυξη τους (τόσο σε οικονομικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο) και η άσκηση νέας πολιτικής για την αξιοποίηση των ΕΑΝ.

 

  1. ΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΤΑ ΝΗΣΙΑ

Σύμφωνα με το άρθρο 10 της σύμβασης της Γενεύης (1958) για την αιγιαλίτιδα ζώνη και το άρθρο 121 της σύμβασης της Τζαμάικα του 1982 (ΣΔΘ) νησί είναι η φυσικά σχηματισμένη περιοχή ξηράς που περιβρέχεται από νερό και βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια του νερού κατά τη μέγιστη πλύμη. Η μόνη εξαίρεση που εισάγεται από τη δεύτερη σύμβαση αφορά στους βράχους που στερούνται οικονομικής ζωής ή δεν μπορούν να διατηρήσουν μόνιμο πληθυσμό. Στους βράχους αναγνωρίζονται μόνο δικαιώματα αιγιαλίτιδας ζώνης και συνορεύουσας ζώνης αλλά όχι αποκλειστικής οικονομικής ζώνης και υφαλοκρηπίδας. Σύμφωνα με τον παραπάνω ορισμό του νησιού προκύπτει ότι και ένας μικρός βράχος από νομική άποψη χαρακτηρίζεται ως νησί ενώ ταυτόχρονα η γεωγραφική του θέση έχει πολύτιμη σημασία διότι μπορεί να αυξήσει λιγότερο ή περισσότερο τις ζώνες θαλάσσιας κυριαρχίας του παράκτιου κράτους. Από την άλλη πλευρά ως βράχος ορίζεται ο πετρώδης όγκος εντός της θάλασσας[2].

Συχνά στην Ελληνική βιβλιογραφία συναντάμε ατυχείς όρους όπως βραχονησίδα, ερημονησίδα, ξερονήσι, νησαίο έδαφος, νησύδριο, [3] οι οποίοι προσπαθούν λιγότερο ή περισσότερο να δώσουν μία ερμηνεία που ανταποκρίνεται καλύτερα στη διάταξη του άρθρου 121 (3) της ΣΔΘ. Θεωρούμε ότι ο πλέον κατάλληλος όρος είναι «ακατοίκητο νησί». Άλλωστε ο όρος “βραχονησίδα” προέρχεται από τον αντίστοιχο αγγλικό όρο “rock-island” που κάποτε εξυπηρετούσε κάποιους σκοπούς και σήμερα έχει αποσυρθεί από τη διεθνή βιβλιογραφία για ευνόητους λόγους σε αντίθεση με ορισμένα ελληνικά κείμενα.

Τα προβλήματα που παρουσιάζονται όταν επιχειρούμε μία διάκριση μεταξύ νησιού και βράχου έχουν την κύρια πηγή τους στη διατύπωση του άρθρου 121 παρ. 3 της σύμβασης. Είναι γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της συνδιάσκεψης για την καθιέρωση της σύμβασης η διάταξη αυτή προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις και έντονες αντιπαραθέσεις ανάμεσα σε διαφορετικές ομάδες κρατών. Η πρώτη ομάδα αποτελούμενη από τις Ελλάδα, Καναδά, Κύπρο, Νέα Ζηλανδία, Φίτζι, Τόνγκα, Τρίνιταντ και Τομπάγκο, Βενεζουέλα και Δυτική Σαμόα, υποστήριξε ότι ο ορισμός του νησιού που βρίσκεται στο άρθρο 10 της σύμβασης της Γενεύης για την αιγιαλίτιδα ζώνη (TSC) και στο άρθρο 121 της ΣΔΘ είναι επαρκής.

Αντίθετα, μία άλλη ομάδα με πρωτοβουλία της Ρουμανίας και της Τουρκίας θεώρησε ότι ο ορισμός είναι αρκετά ασαφής διότι καλύπτει σχεδόν όλες τις μορφές εδαφών από τα μεγαλύτερα μέχρι τα πολύ μικρά νησιά, τους βράχους και τους υφάλους και επομένως χρειάζεται να αναλυθεί με περισσότερη λεπτομέρεια. Η Μάλτα με τη σειρά της πρότεινε την αναγνώριση του νησιού μόνο όταν το εμβαδόν επιφάνειας του υπερβαίνει το 1 τ.μ.

Η σύμβαση ΣΔΘ θέτει την ειδοποιό διαφορά μεταξύ νησιού και βράχου. Συγκεκριμένα ως βράχος χαρακτηρίζεται η εδαφική έκταση η οποία δεν μπορεί να διατηρήσει μόνιμο πληθυσμό (sustain human habitation) ή στερείται οικονομικής δυνατότητας (economic life). Το ερώτημα λοιπόν είναι ποια εδάφη θεωρούνται ως βράχοι δεδομένου ότι οι δύο παραπάνω ιδιότητες είναι εύκολα ανατρέψιμες. Το κριτήριο του πληθυσμού δεν μπορεί να αποτελεί στοιχείο κυριαρχίας ενός κράτους. Υπάρχουν μεγάλα νησιά που είναι ακατοίκητα, ένας μάλιστα αριθμός αυτών έχει μεγαλύτερη έκταση από ορισμένα κράτη, ενώ υπάρχουν μικρά (σε μέγεθος) νησιά που διαθέτουν σημαντική πληθυσμιακή πυκνότητα και εξαρτώνται αποκλειστικά από το θαλάσσιο στοιχείο.

Ειδικότερα για τον ελληνικό θαλάσσιο χώρο, πολλά νησιά που είχαν κατοικηθεί κατά το παρελθόν, ερήμωσαν λόγω πρόσκαιρων ή οριστικών διαφοροποιήσεων και κατά συνέπεια σήμερα είναι ακατοίκητα, λ.χ. η νήσος Ρω που διατηρούσε μόνιμο πληθυσμό μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960 για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα όμως διαμένουν μόνιμα τρία άτομα. Επίσης, η νήσος Σπιναλόγκα μέχρι το 1954 αποτελούσε τη μόνιμη κατοικία των λεπρών αλλά στις ημέρες μας έχει εγκαταλειφθεί, δεν φυλάγεται ούτε προστατεύεται, αντίθετα ρυπαίνεται σε καθημερινή βάση από τις συχνές επισκέψεις τουριστών.

Το δεύτερο κριτήριο της οικονομικής δραστηριότητας ή αυτονομίας δεν φαίνεται να παρουσιάζει λιγότερες ερμηνευτικές δυσχέρειες. Εύκολα θα αναρωτηθεί κάποιος εάν η εκμετάλλευση των βιολογικών πόρων στα χωρικά ύδατα και την υφαλοκρηπίδα ενός νησιού ή βράχου ταυτίζεται με την οικονομική δραστηριότητα. Η νήσος Κυρά Παναγιά που ανήκει στη μονή Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους καλλιεργείται συστηματικά από μοναχούς που διαχειρίζονται το νησί. Επίσης, η νήσος Οξειά μισθωνόταν από τους ιδιοκτήτες της σε κτηνοτρόφους από την κοντινή Ιθάκη με τη μορφή της έκτακτης χρησικτησίας. Επομένως, ο όρος βράχος πιστεύουμε ότι θα έχει περισσότερη χρησιμότητα και σαφήνεια όταν συνδέεται με το κριτήριο της εδαφικής έκτασης, σε αντίθεση με τον όρο νησί. Για να χαρακτηριστεί μία εδαφική έκταση που περιβρέχεται από τη θάλασσα ως βράχος, δεν θα πρέπει το εμβαδόν επιφανείας της να υπερβαίνει το 1 τ.μ.[4]

……………..

[1] Μέρος της παρούσας εισήγησης βασίζεται σε προηγούμενη πρόταση μελέτης από το Πάντειο Πανεπιστήμιο προς το Ίδρυμα Λάτση με τίτλο: Γ. Τσάλτας, Α.Β. Αλεξόπουλος, Γ. Ροδοθεάτος και Τ. Μπούρτζης, (2012), “Καταγραφή, Κατηγοριοποίηση και Αξιολόγηση των Ελληνικών Ακατοίκητων Νησιωτικών Συμπλεγμάτων. Μία Περιπτωσιολογική Αναφορά”.

[2] Μία άλλη ερμηνεία του βράχου αποδίδεται ως κρημνός πετρώδης ή λείψανον διάβρωσης απορρώγων ακτών από τις τρικυμίες. Πρβλ. Επίτομον Ορθογραφικόν Λεξικόν Ηλίου, (1953), σελ. 937-38.

[3] Οι παραπάνω όροι συχνά συγκρούονται μεταξύ τους. Βραχονησίδα σημαίνει μία μικρή νήσος, βραχώδης που πλήττεται από τα κύματα σ’ όλες τις πλευρές της. Ξερονήσι είναι έννοια παρεμφερής που πιθανόν τονίζει περισσότερο το άγονο έδαφος. Ερημονήσι ως ορισμός πλησιάζει περισσότερο στην ανικανότητα διατήρησης μόνιμου πληθυσμού. Νησύδριο είναι το πολύ μικρό νησί (islet), δηλαδή μία έκταση ξηράς που έχει εμβαδόν επιφάνειας μικρότερο του ενός τετραγωνικού χιλιομέτρου, έτσι όμως είναι πιθανόν να ταυτίζεται με την έννοια του βράχου. Νησαίο έδαφος ως όρος παρουσιάζει μία γενικότερη σημασία που μπορεί να συμπεριλάβει τους βράχους και τους φάρους αλλά όχι τους σκοπέλους, τα αβαθή, τα αγκυροβόλια και τα λιμενικά έργα.

[4] Γεγονός που δικαιολογεί την εγκατάσταση ενός φάρου αυτόματα λειτουργούμενου.

This Post Has 0 Comments

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Back To Top