Skip to content

. . . άλλο δεν σου γράφω στο χαρτί, μονάχα την υγεία και καλή αντάμωση . . . του Σίμου Συμεωνίδη

χρόνος του λευκώματος, η δεκαετία του ΄60, ο χώρος η Σίφνος και ο ερασιτέχνης ή από ανάγκη φωτογράφος, ο ερευνητής της ιστορίας της, Σίμος Συμεωνίδης.

Οι φωτογραφίες αυτές μακάβρια θα έλεγες απομεινάρια μιας εποχής ξεχασμένης σε μεταλλικά κιβώτια. Δεκάδες slides και φθαρμένες από τον χρόνο φωτογραφίες περίμεναν θαρρείς, υπομονετικά όχι τον θεατή τους, ούτε τον ιστορικό, περίμεναν τον αναζητητή και ταυτόχρονα εραστή του τυχαίου να τις αναστήσει. Παρά την αρχική απροθυμία του Σίμωνα μάς δόθηκαν με σκοπό την ψηφιοποίησή τους και την δημιουργία ενός λευκώματος.

Με προσοχή και επιμέλεια φωτογραφίες και slides έλαβαν σάρκα και οστά με το ψηφιακό φιλί της ζωής που τους δόθηκε από την Χρυσάνθη Βασοπούλου και τον Ηλία Μπαλτά. Επεξεργάστηκαν μόνο όπου χρειάστηκε και μόνο όπου έπρεπε, ώστε να αποδώσουν τη «μορφή» που απαθανατίζουν ταυτισμένη με το περιεχόμενό τους, αναλλοίωτη στον χρόνο.

Το λεύκωμα αυτό αποτυπώνει την ιστορία του χώρου σαν μια μαθηματική λογική ακολουθία του πεπρωμένου. Με κάθε του ψηφίδα ξέχωρα αποτυπώνει το στιγμιαίο εκείνο πάτημα του κουμπιού που αποστομώνει την θρασύτητα του μελλοντικού θεατή. Ως σύνολο αποβλέπει στην νοηματοδότηση, στην ταυτότητα του χώρου και στην αφηγηματική ικανότητα του δημιουργού του. Και η δική μας προσπάθεια προς τούτο αποσκοπεί να συμβάλλει.

Σήμερα, θεατές μιας άλλης εποχής, ενός άλλου κόσμου δεν θα ενστερνιστούμε το καβαφικό «φωτογράφησις, τί άσχημη λέξις», αλλά αποσβολωμένοι στην οπτική ανάγνωση του υλικού που τόσο χρόνο αδρανούσε, αναλογιζόμαστε τους στίχους του Φωτοφράκτη από την Οκτάνα του Ανδρέα Εμπειρίκου:

«…Ένας φακός με απίστευτον φωτοφράκτη αρπάζει την πιο γοργή στιγμή και την απλώνει στην επιφάνεια μιας πλάκας λείας, ευαισθησίας εξαισίας.

Και τώρα που άνοιξε και έκλεισε ο φωτοφράκτης σαν μάτι αδέκαστο και συνελήφθη ο χρόνος, ο ρεμβασμός αυξάνει την ζωή και δίδει στην κάθε εικόνα την κίνησι και την ευελιξία που φέρνει από τα βάθη μιας πηγής (της ιδικής του) ζεστό το πιο κρυφό της νόημα».

Και είναι αλήθεια το νόημα ή η αξία του κάθε αντικειμένου αλλά και κάθε διανοήματος, γιατί και η φωτογραφία ως διανόημα πρέπει να λογίζεται ενδιάμεσο στο πριν και στο μετά, αντιπροσωπεύει την αντιληπτική ικανότητα του δημιουργού αλλά και του θεατή. Εκφράζει τον τρόπο με τον οποίο συνομιλούμε με τον χρόνο και τον τρόπο με τον οποίο ο δημιουργός αναζητεί με αγωνία την δικαίωση. Και πράγματι νομίζουμε πως η φράση του Αμερικάνου φωτογράφου Garry Winogrand μας αντιπροσωπεύει απόλυτα το λευκωμα αυτό: «η φωτογραφία δεν έχει να κάνει μ’ αυτό που φωτογραφίζεται αλλά έχει να κάνει με το πώς φαίνεται αυτό που φωτογραφίζεται».

Μια φράση, ας την πούμε κι αφορισμό, που δικαιώνει τον δημιουργό… εκείνον τον νέο που απαθανάτιζε το κυκλαδίτικο φως, χωρίς ιδιοτέλεια μα με αγνό ρεμβασμό στο κάλλος και που ποτέ ίσως δεν του πέρασε από το μυαλό πως μετά τον θάνατό το φως του θα λάμπει.

 

[/dflip

This Post Has 0 Comments

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Back To Top