Skip to content

Ωδαί | Ανδρέα Κάλβου

Έλεγε ο Παλαμάς για αυτόν ότι «έτρεφεν ιδιάζουσαν προτίμησιν προς το μέλαν χρώμα, ως αρμοζόμενον προς το μελαγχολικόν του χαρακτήρος του, και είχε την μανίαν δι’ αυτού να επιχρίει
τα έπιπλά του». Γνωρίζουμε από πηγές ότι ήταν μοναχικός και ευερέθιστος στις κοινωνικές και επαγγελματικές του συναναστροφές ιδιόρρυθμος αν κρίνουμε από τις αποφάσεις του να αυτοεξοριστεί στην Αγγλία, να σιωπήσει λογοτεχνικά και να μην μας κληροδοτήσει ούτε ένα πορτρέτο του, και σίγουρα ένθερμος πατριώτης. Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν πως πρόκειται περί μίας μοναδικής προσωπικότητας εξορισμένης μέσα στην κοινωνία, μέσα στην πατρίδα του και μέσα στον χρόνο.

Μυστήριο πυκνό καλύπτει την ζωή του, την δράση του και την ποιητική του σιωπή. Μυστήριο καλύπτει τον ποιητικό του λόγο, την ποιητική του έκφραση, αρχαιοπρεπή με επιμιξίες γλωσσικών λαϊκών στοιχείων, πινδαρική και ομηρική συνάμα, καθώς μυστήριο καλύπτει την επαναστατική του δράση και τις σχέσεις του με την παράνομη οργάνωση και κοινωνία των καρμπονάρων στην Ιταλία. Κι αυτό το μυστήριο, που ουδεμία μεταφυσική χροιά έχει οφείλεται στην 60χρονη λήθη και στην πολύχρονη περιφρόνηση που γνώρισε από τους συγκαιρινούς του, μέχρι το 1889.
Τότε ήταν που ο Κωστής Παλαμάς σε διάλεξή του με τίτλο «Κάλβος ο Ζακύνθιος» στον «Παρνασσός» θέτει στο φως το έργο του παρουσιάζοντάς τον ως μια κορυφαία ποιητική προσωπικότητα του 19ου αι., και επαναπροσδιορίζοντας το ποιητικό τοπίο της επαναστατικής Ελλάδας. Έκτοτε εκατοντάδες μελέτες και αφιερώματα ασχολήθηκαν με αυτόν τοποθετώντας τον στο πρέπον ύψος.

ΕΡΓΟ
Ο τολμηρός καλβικός ποιητικός λόγος έχει ως όχημα έκφρασης το ιαμβικό μέτρο1 και το ανομοιοκατάληκτο πεντάστιχο. Οι πρώτοι τέσσερεις στίχοι τονίζονται σταθερά στην έκτη συλλαβή
και είναι επτασύλλαβοι παροξύτονοι, είτε οκτασύλλαβοι προπαροξύτονοι, είτε εξασύλλαβοι οξύτονοι, ενώ ο τελευταίος κατά κανόνα είναι πεντασύλλαβος παροξύτονος. Το μετρικό του σύστημα στηρίζεται στην αρμονία της περιόδου και όχι του στίχου, γιατί οργανώνει τον ποιητικό ρυθμό με βάση όχι τη μουσικότητα των λυρικών ποιημάτων αλλά τον εσωτερικό ρυθμό της ιταλικής δραματικής ποίησης.

Ιδιοφυής ο λόγος του και παράλληλα μοναδικός αποτελεί ποιητικό ανεπανάληπτο, αφού ούτε μιμητές βρήκε, ούτε γνώρισε την εποχή που έζησε ο δημιουργός του την απήχηση που είχε ο σύγχρονός του Δ. Σολωμός, με τον οποίο κατά τις πηγές ουδέποτε συναντήθηκε ή σύναψε σχέσεις. Και ήταν απόλυτα φυσικό αφού η ποίησή του δεν είναι άμεση και δεν καθρέπτιζε το πνεύμα του καιρού και της κοινωνίας στην οποία έζησε.

Έχοντας δανειστεί, δημώδεις τύπους και ιδιωματικά στοιχεία της καθομιλούμενης νεοελληνικής γλώσσας, χυδαίας και αγοραίας κατά τους λόγιους, εμπλουτισμένη με ομηρικές λέξεις 3, «υψηλές εικόνες, ανάλογες με την μεγάλη στιγμή την οποία πάει να υμνήσει», «φραστικούς τρόπους, καθώς είναι πολύ χαρακτηριστική η τοποθέτηση του άναρθρου επιθέτου μετά το ουσιαστικό» αλλά και θρησκευτικά στοιχεία δημιουργεί το γλωσσικό ένδυμα της ποιητικής του σκέψης.

Χωρίς καμία αμφιβολία γοητεύει η ανάγνωσή της, μα πιο πολύ η ανακάλυψη σε κάθε νέα ανάγνωσή της, μίας νέας έξαρσης, μίας νέας εικόνας, μίας κρυμμένης παρομοίωσης ή αντίθεσης μιας νέας ιδέας προσεκτικά ενταγμένης στον καλβικό λαβύρινθο. Και γοητεύει μόνον εάν αναγνωστεί η ποιητική του σκέψη υπό το πρίσμα ή το φίλτρο πως ή αντιποιητικότητά του είναι εντέχνως πλασμένη με συνοχή και σκοπό να επιβληθεί στον αναγνώστη του, πως η λακωνικότητά του είναι αλλά πλήρης οραματισμών και επικών ιδεών και πως προϋποθέτει από τον αναγνώστη του να ’ναι «πολίτης εις των ιδεών την πόλι».

Γοητεύει και ορισμένες φορές παρασύρει αυτός ο τόσο άγνωστος μεγάλος Έλληνας, που με τις είκοσι ωδές του μας κληροδότησε το μοναδικό λογοτεχνικό παράδοξο που έχει χαρτογραφηθεί στην ποιητική συνείδηση της ελληνικής λογοτεχνίας.

Είκοσι ωδές, αυτό είναι όλο του το έργο στην ελληνική γλώσσα. Γέννημα ενός μελαγχολικού παρία, υπερόπτη και ταυτόχρονα φυγά της ζωής. Είκοσι ωδές δημοσιευμένες σε δύο συλλογές ανά δέκα, η μεν πρώτη, η Λύρα, στην Γενεύη το 1824 η δεύτερη δε, τα Λυρικά, στο Παρίσι το 1826. Μόνο θέμα των ωδών του η Ελληνική Επανάσταση και ο αγώνας των Ελλήνων για την ελευθερία που ο ίδιος αντιμετώπιζε ως την ύψιστη Αρετή. Οι καλβικές ωδές απευθύνονταν κατά την άποψη μελετητών του στους Ευρωπαίους φιλέλληνες, αφού έτσι ήθελε να τους καταστήσει κοινωνούς της δυσαρέσκειάς του για τον τρόπο που οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις χειρίζονταν το ελληνικό ζήτημα, την ελληνική επανάσταση.  Οι Ωδές του πότε συνοπτικά και πότε αναλυτικά απαρτίζονται από προοίμιο, συχνά αντίθετο ως προς το περιεχόμενο με την υπόλοιπη ωδή, κυρίως μέρος και επίλογο, συνήθως διατυπωμένο αποφθεγματικά.

Έχοντας πλήρη συνείδηση της ιδιαιτερότητας της γλώσσας που χρησιμοποιεί στην Λύρα ο Κάλβος περιέλαβε και ένα μικρό ερμηνευτικό λεξικό με τίτλο «Σημειώσεις και πίναξ λέξεων και φράσεων», προκειμένου να διευκολυνθεί ο αναγνώστης στην κατανόηση των ποιημάτων του. Στο κείμενο «Επισημείωσις», που ακολουθεί του «Πίνακα», ο Κάλβος επεξηγεί το επίσης ιδιόμορφο για τα ελληνικά δεδομένα σύστημα προσωδίας που ακολουθεί, προκειμένου να επιτύχει την περίφημη «πολύτροπο αρμονία».

 

This Post Has 0 Comments

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Back To Top