Skip to content

Κυρίες και κύριοι, απόψε έχω τη χαρά και τη τιμή να παρουσιάσω μια σημαντική ποιήτρια, την εξαίρετη κι αγαπητή μου φίλη Κωνσταντία Φαγαδάκη.

Διαβάζοντας τα ποιήματα της Κωνσταντίας, από τις πρώτες κιόλας σελίδες, από τους πρώτους στίχους των ποιημάτων της, ανακάλυπτα ότι έχω στα χέρια μου μια ποιητική συλλογή, εντελώς διαφορετική από όλες τις εκατοντάδες, για να μην πω χιλιάδες, που κυκλοφορούν στις μέρες μας.
Προσωπικά δέχομαι καθημερινά προτάσεις για να παρουσιάσω ποίηση, ιδιαίτερα γυναικών, (αυτές ειδικά θεωρούν εαυτούς ποιήτριες) κι από τις πρώτες αράδες συνειδητοποιώ πως δεν πρόκειται περί ποιητριών αλλά περί ανέραστων καταφρονεμένων, αμόρφωτων, δυστυχισμένων, στερημένων συναισθηματικά και ιδιαίτερα σεξουαλικά, όπου στόχος τους, είναι να παρουσιάσουν μέσα από τα δήθεν ποιήματά τους, τον τάχα όμορφο και γοητευτικό τους εαυτό, ξερνώντας στα μούτρα του αναγνώστη, κάθε συναισθηματική τους αποτυχία και κάθε σεξουαλικό τους απωθημένο.

 
Η Κώνσταντία με τη συλλογή της «ΤΟ ΦΙΛΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ», ξεχωρίζει κι επάξια μπορεί να αποκαλείται ποιήτρια, αφού πραγματικά είναι το κάτι άλλο. Το κάτι εντελώς διαφορετικό, γι’ αυτό κι εγώ πρόθυμα βρίσκομαι εδώ για να την παρουσιάσω… Στο πόνημά της αυτό η ποιήτρια Κωνσταντία Φαγαδάκη, περίτεχνα και με επιτυχία κατορθώνει να ισορροπεί μεταξύ του ονειρικού και του πραγματικού. Ανάμεσα στο φανταστικό και το ρεαλιστικό και πετυχαίνει να δώσει απλά και κατανοητά την αλήθεια της ψυχής της, μέσα από κάθε της στίχο.
Μελετώντας αυτή της τη ποίηση, που πραγματικά είναι αυστηρώς προσωπική, κανείς μας δεν μπορεί να την κατατάξει, ή να τη συγκρίνει μέσα στους σωρούς των περισσοτέρων νέων συγχρόνων μας δήθεν ποιητριών γι’ αυτό και ξεχωρίζει…. Ξεχωρίζει σε ευαισθησία, όπου δίχως την συνηθισμένη ομοιοκαταληξία, ανακαλύπτει το μέτρο. Το δικό της προσωπικό μέτρο, όπου μέσα από τις λέξεις παρατηρεί κανείς κι αισθάνεται μια ασυνήθιστη μελωδία. Μια μελωδία ψυχής και πνεύματος που τον συνεπαίρνει. Οι λέξεις προσεκτικά τοποθετημένες, δημιουργούν στίχους σε μια χορευτική παράταξη. Ο ήχος μελωδικός. Χορωδιακός. Η γλώσσα πέρα για πέρα ελληνική. Μάστορας τρανός η Κωνσταντία στη γλώσσα και στον στίχο. Ο στίχος της λιτός. Δωρικός, που όμως μέσα από την λιτότητά του επιτυγχάνει να ανυψώνεται σε μια δυναμική στήλη κάλλους, που θυμίζει κίονες Κορινθιακού ρυθμού.
Αλήθεια, διερωτήθηκα μελετώντας την ποίησή της. Πού μπορεί κανείς να κατατάξει αυτή την πανδαισία ομορφιάς που περίτεχνα δημιουργούν οι στίχοι της;…

Η Κωνσταντία είναι ρομαντική, αλλά είναι κι επική. Τα ποιήματά της ένα προς ένα, είναι αγάπη. Είναι έρωτας. Είναι πάθος. Είναι ομορφιά αλλά κι αλλοφροσύνη. Είναι μια πλήρης ισορροπία ζωής και βιωμάτων ανάμεσα στον ρεαλισμό και τον σουρεαλισμό… Πώς αλήθεια να μην ερωτευθεί κανείς αυτή την ποίηση, όπου ακόμα και τον πόνο ψυχής, θα πρέπει να τον ψάξει για να τον ανακαλύψει;… Κι ακόμα πώς να μην αγαπήσει και να μην αισθανθεί τον ερωτισμό αυτής της ψυχής, που αυτοβιογραφείται και ξεγυμνώνεται μπροστά σε ένα Σύμπαν, άγνωστο ακόμα και στην ίδια, που όμως με μιας μας έχει κατακτήσει;
Σας παραθέτω ένα από τα ποιήματά της στη σελίδα 21 που τιτλοφορείται «ΜΙΑ ΓΕΝΝΑ, ΕΝΑΣ ΣΕΙΣΜΟΣ», ένα μικρό της ποίημα, αλλά μεγάλο. Τεράστιο σε έννοιες που εμένα ειλικρινά με έχει συναρπάσει, με συγκίνησε και με έκανε να δακρύσω, αφού μέσα από τους στίχους του με χτύπησε σαν γροθιά στο στομάχι, δημιουργώντας μου χίλιες δυο αναμνήσεις:
«Στα μάτια που κοιτούσα, έβλεπα, τα μάτια που θα γεννούσα, και μετά από λίγο σαν σε θαύμα … ένα φως είχε στο σώμα μου κρυφτεί.
Ήταν που θα κυοφορούσα τη δική μας ψυχή…

Με το πρώτο της φτερούγισμα ένοιωσα σαν τη γη που τρέμει σε σεισμό, περιμένοντας με τον καιρό αυτή τη ενέργεια της ψυχής μας, σαν ηφαίστειο να εκραγεί, να φωτίσει… και νέα δεδομένα να γεννήσει.»
Αλήθεια σας λέω αγαπητοί μου… Πώς μπορεί να αντέξει το σώμα αυτής της ποιήτριας μια τέτοια ψυχή; Ένα τέτοιο πνεύμα, όπου σε κάθε του στιγμή και σε κάθε λέξη. Σε κάθε στίχο. Σε κάθε σελίδα ρέει η ψυχή της, πότε σαν χείμαρρος κι άλλοτε σαν ήρεμο ποταμάκι, ή ακόμα σαν μια θάλασσα που χύνεται σε μια άλλη θάλασσα και ξεπετιέται σαν αντικατοπτρισμός στη έρημο;….
Η ποίησή σου αγαπητή μου Κωνσταντία , είναι φως που ξεπηδάει απ’ την άβυσσο του χάους και το εξαφανίζει. Είναι το φως που σπερματικά ενυπάρχει στο είναι μας. Οι στίχοι σου είναι ήχοι. Είναι φωνές. Είναι εικόνες. Είναι κραυγές. Είναι τραγούδι.
Τολμάς αυτό που άλλοι δεν τόλμησαν. Τολμάς να πετάξεις τα πέπλα της ψυχής σου και να χορέψεις γυμνή, λιτή, κι αληθινή μπροστά μας. Κατορθώνεις μέσα από τους στίχους σου το ακατόρθωτο. Μας δίνεσαι όμορφη, γλυκιά ψυχή και, πνεύμα ανήσυχο κι ονειροπόλο…
Ας μου επιτραπεί να παραθέσω ακόμα ένα ποίημά σου με τίτλο «Η ΥΠΟΤΕΙΝΟΥΣΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ», στη σελίδα 42:

«Δεν έγραφε για να σοκάρει. Ήταν σοκαρισμένη η ίδια από τον εκκωφαντικό ήχο των αμίλητων λέξεων που βομβαρδίζονταν από το ύψος κάποιων βάθρων.
Από τα σοφά κοφτερά βλέμματα των μελλοθανάτων που συνομίλησαν με το άπειρο. Από τις απρόβλεπτες διακλαδώσεις της ζωής. Από τις κάθετες και οριζόντιες τομές.
Σοκαρίστηκε, όταν κουρασμένη ακούμπησε σαν υποτείνουσα τη ζωή της.»
Ειλικρινά μέσα από τα ποιήματά της βρίσκουμε εκείνη την ίδια να μας χαϊδεύει. Είναι εκεί η Κωνσταντία, που ερωτοτροπεί με τις λέξεις. Είναι εκεί σαν μια ονειρική συνουσία λέξεων, που γεννούν στίχους, όπου μέσα από ένα πόνο γεννά ποίηση, τραγούδι, χρώμα, πανδαισία. Είναι εκεί μέσα στις σελίδες της η ίδια η ποιήτρια που βγάζει τη ψυχή της κι εξομολογείται στο δικό της είναι.
Συνομιλεί με τη ψυχή της σαν να απογυμνώνεται απέναντι απ’ τον καθρέφτη. Ερωτοτροπεί με το είδωλό της. Αναπολεί κι απομακρύνεται καθώς ζωγραφίζει το πορτραίτο της… Ή μάλλον το πορτραίτο της ψυχής της με λέξεις καρδιάς.
Τελικά μέσα από την ποίηση αυτή ανακαλύπτω πως ο ποιητής δεν εφευρίσκει, αλλά μόνο αισθάνεται. Βλέπει κι αφουγκράζεται τις νότες της ζωής κι ενδόμυχα αποτυπώνει στο χαρτί τη ψυχή της. Θα ήταν παράλειψή μου τέλος να μην αναφέρω τον τελευταίο στίχο από το ποίημά της με τίτλο: «Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΜΙΑΣ ΤΡΕΛΗΣ», όπου μέσα σ’ αυτό το στίχο δίνει το παν σε έννοιες και διδαχές ζωής:… Η ψυχή ενός ανθρώπου – ακόμα και τρελού – δεν είναι παιχνίδι…
Αγαπητή μου Κωνσταντία. Δεν σε γνώριζα. Σε γνώρισα όμως μέσα από τα ποιήματά σου. Με δίδαξες. Με αναστάτωσες. Με έκανες να αισθανθώ ό,τι ποτέ άλλοτε δεν αισθάνθηκα. Γι’ αυτό και τώρα που σε ξέρω θα σου ζητήσω μια μεγάλη χάρη:
«Σε παρακαλώ πολύ, όπως δεν αρνείσαι ποτέ τα χρώματα στη ζωγραφική σου… ΜΗΝ ΑΡΝΗΘΕΙΣ ΠΟΤΕ ΣΤΗ ΠΟΙΗΣΗ ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΣΟΥ!!!»….

Back To Top