Skip to content

1900 (της Κωνσταντίας Φαγαδάκη)

Με μια θάλασσα λέξεις κι ένα τρένο να περνάει απο πάνω κυοφορώ τον μικρό ήρωα του παραμυθιού στο δρομολόγιο που ξεκινάει μόλις τώρα απ΄την μήτρα του ολόγιομου φεγγαριού.

Ήταν τότε… που μια ρωγμή στην σκεπή έσταξε σαν μικρή βρύση στην χούφτα… και όταν ήπιε απο αυτό το νερό η ψυχή ενός αγγέλου πέρασε μέσα της …

Χειμώνας του 1900 και το είδωλο της καρδιάς της σκίρτισε, γεμίζοντας με ροδοπέταλα τα σπλάχνα της όταν ένιωσε οτι όλα μετουσιώνονταν σε κάτι διαφορετικό … και το οξυγόνο που ανέπνεε  επίσης.

Ένα τρίξιμο στα τζάμια συνόδευσε τα κεριά που τρεμόπαιξαν την προβολή της μορφή της στον τοίχο. Οι μέρες που θα ακολουθούσαν ήξερε οτι δεν θα ήταν οι ίδιες (καθώς 9 μήνες θα την φύλαγαν Δρυίδες).

Οι μέρες περνούσαν πέτρινες και σκληρές στο βουνό με μόνη παρηγοριά το ποτάμι που τους ένωνε με τους πεδινούς. Τα παραποτάμια δρομολόγια πλήγιαζαν τα πόδια αλλά η ανάγκη για ανταλλαγή τροφής τους ωθούσε πιο πέρα κι απο τον ορίζοντα των τελευταίων βουνοκρφών. Έτσι ζούσαν…

Ήρθε και η μέρα η μεγάλη της γέννησης. Το ταπεινό πέτρινο σπίτι έμοιαζε εκείνη την ημέρα σαν φάτνη.  Χωρικοί έρχονταν για τις ευχές. Ήρθε και ο Κύρης. Όταν άνοιξε η πόρτα σαν φιγούρα βιβλική εμφανίστηκε, που η αύρα του έφερνε απόκοσμους ήχους. Στα μάτια του έναλλάσονταν το φως με τη σκιά, όμοιο μ’εκείνο που ξεπροβάλλει μέσα απο πυκνές φυλλωσιές. Με σάρκα ροδοκόκκινη χαραγμένη σαν τους ρόζους του δέντρου,  ζούσε σε μια σπηλιά μιας αιωνόβιας βελανιδιάς. Πάντα πίστευε οτι τα δέντρα είναι τα ζωντανά μνημεία των ψυχών. Εκεί είχε φτιάξει το κονάκι του με τα πλεον απαραίτητα για να βιώνει την μοναχική ελευθερία του.

Όμως σήμερα ήρθε σαν το αγρίμι που ζυγώνει φοβισμένο τους ανθρώπους. Την προηγούμενη μέρα είχε δει ένα σημάδι στην μεγάλη πέτρα που είχε εξω απο την σπηλιά και την χρησιμοποιούσε πότε για να κάθεται και πότε για να αμύνεται. Ενα δεντράκι είχε φυτρώσει σαν μπονζαι .  Ενα μήνυμα που το περίμενε καιρό… είχε γεννηθεί ο γιος του.

Τώρα κρατούσε στα χέρια του το βρέφος και ενώ το κοιτούσε με απερίγραπτη λαχτάρα η Μοίρα ήρθε σιμά τους και σφράγισε τις παλάμες του νεογέννητου με δυο δέντρα ψιθυρίζοντας το όνομα : «Ριζωμένος». Σαν σε όνειρο που ξύπνησε ξαφνικά ο πατέρας φώναξε το όνομά του να το ακούσουν και ολοι οι άλλοι.

Ο λόγος του ήταν διαταγή και το βούισμα της οχλαογής κόπασε μονομιάς.

Απο τότε ακολούθησαν οι συνηθισμένες μέρες και ο Ριζωμένος μεγάλωνε φυσιολογικά όπως όλοι οι συνομιληκοί του χωρίς κάτι το διαφορετικό στην ζωή του.

1922:Ο ξεριζωμός της Σμύρνης τον βρίσκει στην μάχη φαντάρο. Γκρίζες μέρες καπνός και διχόνοια σε δυο λαούς που ζούσαν χρόνια σαν αδέρφια. Το προηγούμενο βραδυ της καταστροφής σωθηκε η ομάδα του Ριζωμένου απο φίλους Τούρκους που τους έκρυψαν στο σπίτι τους.

Την επομένη, ο ήλιος κρύφτηκε ξημέρωσε νύχτα … σκοτάδι φωτιά και πόνος. Μίσος και αίμα στον αδελφό. Απόγνωση …παντού ανθρωποι ξεριζωμένοι – σαν τα δέντρα – που κοίτωνται αψυχα.

Και τότε είδε το πρώτο όραμα: Μια γυναίκα ντυμένη στα λευκά του έδιχνε προς τη θάλασσα αφήνοντας ενα μαντήλι να παρασυρθεί ως εκεί .Ακολούθησε σαν υπνοτισμένος… βρέθηκε πάνω στο λευκό μαντήλι ταξιδεύοντας σαν το μαγικό χαλί πάνω απο το Αιγαίο.

Παράξενη αίσθηση κυρίευσε… τα μάτια του. Απο εκεί πάνω οι άνθρωποι έμοιαζαν με δέντρα που επέπλεαν ενωμένα σαν σε τεράστια σχεδία. Κάποια στιγμή η σχεδία έσπασε σε πολλά κομμάτια άλλα βυθίστηκαν άλλα ξεβράστηκαν στα βράχια της τύχης.

Πρόσφυγες ονομάστηκαν…

Το λευκό μαντήλι προσγείωσε τον Ριζωμένο κοντά τους. Η  λευκοντυμένη γυναίκα πριν χαθεί σαν σύννεφο έδειξε πάλι με το χέρι της προς ενα γυμνό λόφο – βουνό .

Ο Ριζωμένος άκουσε μια εσωτερική φωνή όμοια με εκείνη του πατέρα του που έλεγε οτι τα δέντρα είναι τα ζωντανά μνημεία των ψυχών. Όπως ήξερε οτι η ρωγμή στη σκεπή εκείνο το βράδυ ήταν και ο σπόρος ίσως καποιου αγγέλου που ζούσε μέσα του.  Σκέφτηκε οτι γνώριζε τι έπρεπε να κάνει…. για να ζήσουν έπρεπε να τους φυτέψει στο λόφο – βουνό και έτσι το βουνό γέμισε με δέντρα….

Τα χρόνια περνούσαν για τον Ριζωμένο όπως το προοδευτικό ψήλωμα των δέντρων. Το επισκέπτονταν συχνά ακόμη και τις νύχτες στα κρυφά απο την κυρά του γιατί το μυστικό του κρύβονταν σε εκέινες τις φλογίτσες … που φώτιζαν στις κορυφές των δέντρων σαν Χριστουγεννιάτικα δέντρα τα ήσυχα και έναστρα βράδια . Πότε πότε όταν έπερνε τον δρόμο της επιστροφής ευχαριστημένος,  χαιρετώντας το βουνό του ένα απαλό πορτοκαλί φως τον ξεπροβόδιζε κάθε φορά σε μια σταθερή ακτίνα απο εκείνον. Δεν προσπάθησε ποτέ να το ακουμπήσει καθώς καποια πράγματα «ζούνε» διατηρώντας τις σωστές αποστάσεις.

Η ζωή του χάρισε παιδιά και εγγονάκια. Το βουνό άκουγε τις ιστορίες του και τα γέλια των παιδιών και χαιρόταν κι εκείνο, ωσπου ο Ριζωμένος έζησε πολλά χρόνια και φύτεψε και αλλα «δέντρα» στο βουνό …μέχρι που έγινε κι εκείνος δέντρο.

This Post Has 0 Comments

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Back To Top