Skip to content

ανδρονίκη χειλά | έργα με λάδι και κάρβουνο

Σε έναν κόσμο σιωπής, όπως επιβάλλει το κοιμητήριο, η Ανδρονίκη Χειλά έχτισε αθόρυβα ένα σύμπαν προσωπικό. Η Ελληνίδα εικαστικός, που χρόνια τώρα ζει στη Γερμανία, έστησε τη διετία 201ς-14, το ιδιότυπο εργαστήρι της σε μια μακρόστενη «βασιλική» με κίονες, ακριβώς μέσα στο νεκροταφείο του Κρόιτσμπεργκ στο κεντρικό Βερολίνο. Το κοιμητήριο δημιουργήθηκε για τα πολλά θύματα που άφησε πίσω του ένας από τους τελευταίους φονικούς βομβαρδισμούς του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Επισκέψιμο από ελάχιστους πια συγγενείς λόγω χρονικής απόστασης από το γεγονός, το νεκροταφείο αποτελεί «όαση» μέσα στην πόλη- είναι ιδανικός χώρο για διάβασμα, περισυλλογή, ποδήλατο, ακόμη και για πικ-νικ, καθώς οι βορειοευρωπαίοι συνηθίζουν.

«Ανάμεσα στους νεκρούς βλέπει τη ζωή σε γόνιμες ώρες» εξηγεί η Χειλά την απόφαση της να ζωγραφίσει σε ένα κοιμητήριο, περιβαλλόμενη από μνήματα. Και συμπληρώνει μια παραδοξότητα, που μόνο τυχαία δεν στάθηκε στη ζωγραφική της: στις περισσότερες από τις πλάκες αναφέρεται ως ημερομηνία θανάτου η ημέρα γέννησής της. Το στοιχείο αυτό, το δίπολο ζωή – θάνατος, την απασχόλησε και ονόμασε συμβολικά την ενότητα της δουλειάς της «πΑΡΟΝ» όπου το π (ο άρρητος, ο υπερβατικός αριθμός) λειτουργεί ως η σταθερά, το σημείο στο οποίο επικρέμαται επισφαλής μια δυσδιάκριτη ισορροπία στο μεταίχμιο δύο κόσμων.

Μέσα από μια βίαιη εξπρεσιονιστική γραφή, με αλλεπάλληλες χρωματικές επεμβάσεις στην επιφάνεια των έργων, η Χειλά ορίζει ένα ζωγραφικό σύμπαν, στο οποίο οι διαβαθμίσεις της συνειδητότητας τρεμοσβήνουν. Οργανώνεται σταδιακά ένας κόσμος αυθύπαρκτος, όχι όμως απειλητικός ή υποχθόνιος, αλλά πολύσημος, ρευστός και πηχτός ταυτόχρονα, με εκείνη την πυκνότητα μιας βεβαιότητας που επιμένει. Τα έργα της, όλα λάδια σε λινό, τα νιώθεις ζωγραφικά παλίμψηστα, που σώζουν υπαινικτικά έστω, τη μορφή. Σαν προσωπογραφία ψυχικών διαθέσεων, τα έργα της Χειλά πασχίζουν να βγουν από αντιφατικά και συμπληρωματικά δίπολα, ανάμεσα στη σκιά και το φως, το γήρας και τη νεότητα, το σφρίγος και την αποσύνθεση. Υποβάλλουν με εκείνη την υπόγεια δύναμη του άρρητου καθώς τα περιγράμματα σβήνουν και χάνονται και οργανώνονται με τρόπο εξπρεσιονιστικό στις παχιές στρώσει χρώματος, με τις κατά τόπους χρωματικές εκλάμψεις να ανάβουν. Είναι μία ζωγραφική με πνευματικότητα.

Την πνευματικότητα αυτή μπορούμε να εντοπίσουμε στο ξεκίνημα της δημιουργού, στη ζωγραφική μέσα στην ορθόδοξη παράδοση. Από 15 χρόνων ξεκίνησε Αγιογραφία στο εργαστήρι του Βασίλη Κοκοράκη (Νίκαια), όπου πήγαινε καθημερινά μετά το σχολείο. Μια συνειδητή στάση, που ήρθε ως αποτέλεσμα της δικής της απόφασης και όχι μετά από παρότρυνση των οικείων της.

Μέσα από τη θητεία της στην Εικονογραφία γνώρισε το χρώμα και τις χρωματικές σχέσεις. Την πρώτη της εικόνα φιλοτέχνησε σε ηλικία 18 χρόνων, ενώ έχει στο ενεργητικό της περισσότερες από 150 συντηρημένες φορητές εικόνες. Έχει εργαστεί σε ναούς και ακόμη και σήμερα ασχολείται με τη συντήρηση σε Βυζαντινά και Μεταβυζαντινά μνημεία. Όλα αυτά στο έργο της προσλαμβάνουν μια διάσταση μεταφυσική, τον σπόρο της οποίας βλέπει κανείς στις ψιλόλιγνες φιγούρες των αγίων που χάνονται μέσα στο χρυσό κάμπο. Και όπως οι μεγάλοι δάσκαλοι και οι ανώνυμοι μάστορες στα Βυζαντινά χρόνια επιχειρούσαν να δώσουν μορφή στο άυλο των μορφών, έτσι και η ζωγράφος καταγίνεται με τον ψυχισμό, χωρίς να θέλει να περιγράψει. «Η αίσθηση των Αγίων στην έκφραση που αποπνέουν, στην «ανύψωση» και το αίσθημα της ελευθερίας καθώς δεν πατάνε στη γη» είναι στοιχεία που τη συγκινούν και τα μεταγράφει σε μορφές φασματικές, ονειρικές, στο μεταίχμιο της πραγματικότητας.

«Οι έννοιες που θέλω να αποδώσω είναι αδιόρατες και η μόνη πινελιά που με βοηθά σε αυτό ως τώρα είναι εξπρεσιονιστική», ομολογεί η ζωγράφος που, από τα χρόνια σπουδής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, βρήκε την προσωπική της έκφραση στον Εξπρεσιονισμό. Η δυναμική χειρονομιακή γραφή, η κίνηση του πλούσιου χρωματικού υλικού και η σύνθετη επεξεργασία του ζωγραφικού χώρου είναι τα κύρια εικαστικά χαρακτηριστικά που συνέχουν το έργο της Χειλά. Μέσω αυτών διοχετεύεται η ενέργεια της πινελιάς, άλλοτε προς την επιφάνεια του πίνακα, άλλοτε προς το βάθος. Και η υποβλητική χρήση του χρώματος δημιουργεί μια προσωπική γραφή με έντονα δραματικό χαρακτήρα. Το σημαντικό που πρέπει ο Θεατής να έχει στο νου του είναι ότι τα έργα της Χειλά προκύπτουν, δεν είναι αποτέλεσμα μιας διεργασίας προκαθορισμένης. Αφήνει ελεύθερο το τυχαίο και κατευθύνεται εν μέρει από αυτό. Δουλεύει σαν τεχνίτης τη σύνθεση -χρωματικές σχέσεις και υφές- και μετά οδηγείται από το χέρι που «προλαβαίνει» το μυαλό: «με ερεθίζει η χειρονομία που σε αφήνει ελεύθερο, η ιδέα που υπάρχει πίσω από τα σχήματα και τα χρώματα», λέει χαρακτηριστικά.

Από διαφορετικές πλευρές και με διαφορετικό φωτισμό «κινείται» ο μουσαμάς της Χειλά. Μια πλημμυρίδα χρωματικών εντάσεων που πετυχαίνει το έργο να πάλλεται. Κι ενώ απέχει από τον Ρεαλισμό σε απόλυτους όρους, η Χειλά επιχειρεί ένα είδος πορτραίτων «δυναμικώς κινούμενων». Ενώ αφήνει τη φιγούρα σε αινιγματική κατάσταση, την ενδιαφέρει το μυστήριο της φύσης, το ανεξήγητο. Οι μοναχικές φιγούρες μεταμορφώνονται διαρκώς, εξελίσσονται και διεκδικούν την ένταξη τους στο χώρο-τοπίο. Πρόκειται για μια εικαστική αναζήτηση με υπαρξιακές προεκτάσεις, όπου η «αύρα» της φιγούρας προσωποποιείται. Η Ανδρονίκη Χειλά, σε αντίθεση με τα στιβαρά, γεμάτα δύναμη έργα της, είναι μια δημιουργός χαμηλόφωνη. Στην αθηναϊκή της κάθοδο επιχειρεί να κοινωνήσει μία ενότητα της δουλειάς της, που γεννιέται μέσα από την καταβύθιση στην ανθρώπινη μορφή και στην αύρα που υποβάλλει. Μαθήτρια του Χρόνη Μπότσογλου, ενός καλλιτέχνη με εντιμότητα που συγκινεί και με χειρονομία που πηγάζει από βαθιές αναφορές, θήτευσε σε αυτό: στο μεγαλύτερο μέρος της ζωγραφικής κυριαρχεί η ανθρώπινη μορφή και η σχέση της με το χώρο.

Μέσα στην πολύβουη στοά, τα έργα της εκτεθειμένα στον Χώρο Τέχνης «ΣΤ0art ΚΟΡΑΗ» είναι μια κατάβαση στην προσωπική της «Νέκυια». Κι ενώ ο Μπότσογλου χρησιμοποίησε το μαύρο και τις γκρίζες αποχρώσεις του, η Χειλά επιχειρεί στο χρώμα νέες γεωγραφίες του βλέμματος και της χρωματικής ύλης, που την αποδίδει αιθέρια όσο και τραχιά. Σκάβοντας το χρώμα, μας παραδίδει έναν κόσμο άγριας ομορφιάς και ιερής συνύπαρξης, που θέτει ερωτήματα για τα όρια του χρόνου και της ύπαρξης. Το πΑΡΟΝ της προβάλλει σαν ένα εικονοστάσι, που μας δείχνει την παλλόμενη ζωή των χρωμάτων, την παλλόμενη αλήθεια της ζωής.

Γιώργος Μυλωνάς
Ιστορικός Τέχνης

 

 

This Post Has 0 Comments

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Back To Top